- συναναλαμβάνω
- ΜΑ1. ενσωματώνω2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι(για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλοαρχ.1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.)2. (για φαρμ. ουσίες) αναμιγνύω3. παίρνω, δέχομαι.
Dictionary of Greek. 2013.